-
1 σούρουπο
σούρούπωμα τό сумерки -
2 σούρουπο
[сурупо] οοσ. о. сумерки.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σούρουπο
-
3 σούρουπο
[сурупо] ουσ о. сумерки. -
4 σούρουπο
el capvespre -
5 σούρουπο
crépuscule -
6 заря
заря ж η αυγή (утренняя ) το σούρουπο (вечерняя) на \заряе τα χαράματα* * *жна заре́ — τα χαράματα
-
7 наступление
I наступление I с (приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομός· с \наступлением темноты με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο II наступление II с воен., спорт, η επίθεση' перейти в \наступление αρχίζω επίθεση* * *I с( приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομόςII с воен. спортс наступле́нием темноты́ — με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο
η επίθεσηперейти́ в наступле́ние — αρχίζω επίθεση
-
8 сумерки
-
9 сумерки
су́мерк||имн. τό σούρουπο, τό λυκόφως, τό σουρούπωμα:в \сумеркиах τό σούρουπο. -
10 сумерки
(вечерние) το λυκόφωςτο σούρουποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумерки
-
11 вечер
вечерм1. τό βράδυ, τό ἐσπέρας, ἡ ἐσπέρα, τό δείλι:добрый \вечер! καλησπέρα!· под вечер τό δειλινό, κατά τό σούρουπό с \вечера ἀποβραδίς, ἀποσπερίς· по \вечерам τά βράδυα·2. (собрание) ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα [-ίς]:литературный (музыкальный) \вечер ἡ φιλολογική (ή μουσική) βραδιά· танцевальный \вечер ἡ χοροεσπερίδα· \вечер памяти кого́-л. βραδιά ἀφιερωμένη στή μνήμη κάποιου. -
12 вечерний
вечерн||ийприл βραδυνός, ἐσπερινός:\вечернийяя заря τό λυκόφως, τό σούρουπο· \вечернийяя школа ἡ νυκτερινή σχολή· \вечернийее платье ἡ βραδυνή τουαλέτα, τό βραδυνό φόρεμα. -
13 заря
зар||яж1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·3. воен.:играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι. -
14 наступление
наступление Iс ἡ ἐπίθεση [-ις]:перейти́ в \наступление περνῶ σ'έπίθεση· вести́ \наступление ἐνεργῶ ἐπίθεση.наступление IIс (времени, событий) ὁ ἐρχομός, ἡ ἀρχή:с \наступлением ночи οταν βραδιάσει, μέ τό σούρουπο· с \наступлением зимы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα. -
15 полусвет
полусветм1. (сумерки) τό σούρουπο, τό θαμπόφωτο:вечерний \полусвет τό μισοσκόταδο τοῦ δειλινοῦ, τό βραδυνό ἡμίφως·2. уст. ὁ ήμίκοσμος, ὁ ὑπόκοσμος. -
16 сумрак
сумракм τό ήμίφωτο, τό μισόφωτο/ τό σούρουπο (сумеречный). -
17 σύθαμπο
το см. σούρουπο -
18 dusk
-
19 nightfall
noun (the beginning of night; dusk.) σούρουπο,νύχτωμα -
20 сумерки
[σούμιρκι] ουσ. κληθ. σούρουπο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σούρουπο — το, Ν το λυκόφως, η μετά την δύση τού ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύ θαμπο] … Dictionary of Greek
σούρουπο — το δειλινό: Να ρθεις κατά το σούρουπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… … Dictionary of Greek
σούρουπα — Ν επίρρ. κατά το σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρουπο, κατά τα επιρρ. σε α (πρβλ. σήμερ α)] … Dictionary of Greek
σύθαμπο — το, Ν 1. σούρουπο 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα κατά το σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαμπός] … Dictionary of Greek
Penelope Delta — Pinelópi Délta (en grec : Πηνελόπη Δέλτα), à l’étranger plutôt Penelope Delta (1874–27 avril 1941), est une femme, écrivain grec de livres pour jeunes. Biographie Pénélope Delta est née à Alexandrie en Égypte, du riche marchand de coton… … Wikipédia en Français
αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… … Dictionary of Greek
ακροκνέφαιος — ἀκροκνέφαιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»] … Dictionary of Greek
ακρονυχία — ἀκρονυχία, η (Μ) [ἀκρόνυχος] η αρχή τής νύχτας, το σούρουπο … Dictionary of Greek
ακρονύκτιος — α, ο και ακρόνυχτος, η, ο (AM ἀκρονύκτιος, ιον, Α και ἀκρόνυκτος, ον) αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή τής νύχτας, στο σούρουπο νεοελλ. (το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο τα ξημερώματα, την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νύκτιος <… … Dictionary of Greek
ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek